τιμητεια

τιμητεια
    τιμητεία
    τῑμητεία
    ἥ (лат. censura) пост цензора (в Риме) Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "τιμητεια" в других словарях:

  • τιμητεία — τῑμητείᾱ , τιμητεία censorship fem nom/voc/acc dual τῑμητείᾱ , τιμητεία censorship fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιμητείᾳ — τῑμητείᾱͅ , τιμητεία censorship fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιμητεία — η, ΝΑ [τιμητεύω] (στην αρχ. Ρώμη) η θητεία, το αξίωμα και η εξουσία τού τιμητού, τού Ρωμαίου κήνσορα («τῆς δ ὑπατείας κατόπιν ἔτεσι δέκα τιμητείαν ὁ Κάτων παρήγγειλε», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • τιμητείας — τῑμητείᾱς , τιμητεία censorship fem acc pl τῑμητείᾱς , τιμητεία censorship fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιμαρχία — ἡ, Α·1. η τιμοκρατία 2. το αξίωμα τού Ρωμαίου κήνσορα, η τιμητεία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τιμή + αρχία (< άρχης*)] …   Dictionary of Greek

  • τιμητής — Στην αρχαία Ρώμη ονομάζονταν τ. δύο άρχοντες που έκαναν περιοδικά την απογραφή του ρωμαϊκού λαού για φορολογικούς και πολιτικούς σκοπούς. Ο θεσμός του τ. ανάγεται στο έτος 443 π.Χ. Η τιμητεία αποτελούσε το υψηλότερο αξίωμα της ρωμαϊκής πολιτικής… …   Dictionary of Greek

  • τιμητικός — ή, ό / τιμητικός, ή, όν, ΝΜΑ [τιμητής] 1. (για πρόσ.) αυτός που παρέχει, που αποδίδει τιμή σε κάποιον (α. «τιμητική φρουρά» β. «τιμητικὸς... τῶν καθηγησαμένων», Πλούτ.) 2. αυτός που δηλώνει τιμή, που φανερώνει εκτίμηση σε κάποιον (α. «τιμητικός… …   Dictionary of Greek

  • τιμητείαν — τῑμητείᾱν , τιμητεία censorship fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»